- ημιφαής
- ἡμιφαής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο-φαής, πασι-φαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιφαεῖ — ἡμιφαής half shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡμιφαής half shining masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιφαεῖς — ἡμιφαής half shining masc/fem acc pl ἡμιφαής half shining masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek